-
1 μεγαίρω
A regard as too great: hence,I grudge one a thing as too great for him,μέγηρε γάρ οἱ τό γ' Ἀπόλλων Il.23.865
; ἐγὼ δέ τοι οὔ τι μεγαίρω Orac. ap. Hdt.1.66.2 c. inf. pro acc. rei, μηδὲ μεγήρῃς ἡμῖν εὐχομένοισι τελευτῆσαι τάδε ἔργα grudge us not the accomplishment.., Od.3.55, cf. h.Merc. 465: c. acc. et inf., μνηστῆρας.. οὔ τι μεγαίρω ἔρδειν ἔργα βίαια I complain not that.., Od.2.235;ὃν οὐδέ κεν αὐτὸς ἀείδειν Φοῖβος.. μεγαίροι Theoc.7.101
: c. inf. only, ἀμφὶ δὲ νεκροῖσιν κατακαιέμεν οὔ τι μεγαίρω I object not to [your] burning them, Il.7.408: with inf. understood, τάων οὔ τοι ἐγὼ πρόσθ' ἵσταμαι, οὐδὲ μεγαίρω (sc. διαπέρσαι) 4.54, cf. Call.Del. 163.3 c. dat. pers. only, feel a grudge towards,Δαναοῖσι μεγήρας Il.15.473
.4 abs., ἢ πὺξ ἠὲ πάλῃ ἢ καὶ ποσίν, οὔ τι μεγαίρω I care not which, Od.8.206.5 c. gen. rei, ἀμενήνωσεν δέ οἱ αἰχμὴν.. Ποσειδάων, βιότοιο μεγήρας Poseidon baffled his spear grudging him the life [of Antilochus, Il.13.563;οὐ μ. τοῦδέ σοι δωρήματος A.Pr. 626
;μοι.. ἐμέγηρε τόκοιο A.R.1.289
.6 [voice] Pass., to be envied, AP9.645.10 (Maced.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > μεγαίρω
См. также в других словарях:
μεγαίρω — (Α) 1. θεωρώ κάτι ως μεγάλο ή ως πάρα πολύ μεγάλο 2. ζηλεύω, φθονώ κάτι που έχει κάποιος επειδή τό θεωρώ ως πολύ μεγάλο γι αυτόν (α. «μέγηρε γὰρ οἱ τό γ Ἀπόλλων», Ομ. Ιλ. β. «μηδὲ μεγήρῃς ἡμῑν εὐχομένοισι τελευτῆσαι τάδε ἔργα», Ομ. Οδ. γ. «ἀμφὶ… … Dictionary of Greek